Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
actual
/ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
administrator
/ədˈminəˌstrātər/ = NOUN: διαχειριστής, διοικητής, εκκαθαριστής;
USER: διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, διαχειριστής του, το διαχειριστή
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allocate
/ˈæl.ə.keɪt/ = VERB: διανέμω, παρηχώ, κατανέμω, εντοπίζω σημείο, εντοπίζω θέση;
USER: διαθέσει, κατανέμουν, διαθέσουν, κατανείμει, κατανέμει
GT
GD
C
H
L
M
O
allocated
/ˈæl.ə.keɪt/ = VERB: διανέμω, παρηχώ, κατανέμω, εντοπίζω σημείο, εντοπίζω θέση;
USER: κατανέμονται, κατανέμεται, διατίθενται, χορηγούνται, διατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
allocation
/ˈæl.ə.keɪt/ = NOUN: κατανομή, διανομή;
USER: κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
approx
/əˈprɒks/ = USER: περίπου, περ., περιπ, προσέγγιση, κατά προσέγγιση
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
art
/ɑːt/ = NOUN: τέχνη;
USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
automatic
/ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο;
ADJECTIVE: αυτόματος;
USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα
GT
GD
C
H
L
M
O
axles
/ˈaksəl/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας;
USER: άξονες, αξόνων, άξονα, των αξόνων, άξονες που,
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
balloon
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
barcode
/bæpˈtaɪz/ = USER: barcode, γραμμικού κώδικα, γραμμωτού κώδικα, γραμμικό κώδικα, γραμμωτών κωδίκων
GT
GD
C
H
L
M
O
basically
/ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς;
USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
batch
/bætʃ/ = NOUN: σύνολο παραγωγής, δέσμη τεμάχιων, ποσότητα σκυροδέματος;
USER: παρτίδα, παρτίδας, παρτίδων, batch, παρτίδες
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
beginning
/bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή;
USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
box
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
carbon
/ˈkɑː.bən/ = NOUN: άνθρακας, κάρβουνο, καρμπό;
USER: άνθρακας, άνθρακα, του άνθρακα, άνθρακος, διοξειδίου του άνθρακα
GT
GD
C
H
L
M
O
carrier
/ˈkær.i.ər/ = NOUN: φορέας, μεταφορέας, κομιστής, σχάρα αποσκευών, μεταφορικό όχημα;
USER: μεταφορέας, φορέας, φορέα, μεταφορέα, αερομεταφορέα
GT
GD
C
H
L
M
O
carry
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
carton
/ˈkɑː.tən/ = NOUN: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, λεπτό χαρτόνι;
USER: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, κουτί, χάρτινα κουτιά, χαρτόνι
GT
GD
C
H
L
M
O
cartons
= NOUN: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, λεπτό χαρτόνι;
USER: χαρτοκιβώτια, χάρτινα κουτιά, κουτιά, χαρτοκιβωτίων, κουτιών
GT
GD
C
H
L
M
O
cases
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
cents
/sent/ = NOUN: σεντ, εκατοστό του δολαρίου;
USER: σεντ, cents, σεντς, λεπτά, λεπτών
GT
GD
C
H
L
M
O
cheese
/tʃiːz/ = NOUN: τυρί;
VERB: σταματώ;
USER: τυρί, τυριού, τυριών, τυριά, το τυρί
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
click
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί
GT
GD
C
H
L
M
O
clip
/klɪp/ = NOUN: συνδετήρας, ψαλίδισμα, λαβίς χαρτιών, χτύπημα;
VERB: περικόπτω, συγκρατώ, συνδέω, σφίγγω, χτυπώ, ψαλιδίζω, δίνω μπουνιά, κόβω, κουρεύω;
USER: κλιπ, clip, εικόνες clip, κουμπώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
confirm
/kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω;
USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
confirmed
/kənˈfɜːmd/ = ADJECTIVE: επιβεβαιωμένος, επικυρωμένος, αποδεδειγμένος, αμετάπειστος, αθεράπευτος, αδιόρθωτος, έμμονος;
USER: επιβεβαιωθεί, επιβεβαίωσε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν, επιβεβαιώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
constitute
/ˈkɒn.stɪ.tjuːt/ = VERB: αποτελώ, διορίζω, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω, εκλέγω;
USER: συνιστούν, αποτελούν, συνιστά, αποτελεί, αποτελέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
constitutive
/kənˈstrɪkt/ = USER: συστατική, συστατικό, συστατικός, καταστατική, συστατικές
GT
GD
C
H
L
M
O
contents
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα;
USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
couple
/ˈkʌp.l̩/ = NOUN: ζευγάρι, ζεύγος, κάνα-δύο;
VERB: ζευγαρώνω, ζευγνύω, κομπλάρω, ενώνω;
USER: ζευγάρι, ζεύγος, ηλικίας, ώριμης ηλικίας, δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
custom
/ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος;
USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
defined
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrate
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrates
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: καταδεικνύει, αποδεικνύει, δείχνει, επιδεικνύει, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstration
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
dispatch
/dɪˈspætʃ/ = VERB: αποστέλλω, επισπεύδω, φονεύω;
NOUN: επιστολή, άγγελμα, μήνυμα;
USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, αποστέλλει, αποστέλλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
dispatching
/dɪˈspætʃ/ = VERB: αποστέλλω, επισπεύδω, φονεύω;
USER: αποστολή, την αποστολή, αποστολής, αποστολές, κατανέμει τα φορτία
GT
GD
C
H
L
M
O
distribute
/dɪˈstrɪb.juːt/ = VERB: διανέμω, μοιράζω;
USER: διανέμουν, διανομή, διανέμει, διανείμει, διανείμετε
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
download
/ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατεβάστε, κατεβάσετε, λήψη, λήψης, να κατεβάσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
drill
/drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα;
VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω;
USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
earlier
/ˈɜː.li/ = ADVERB: πρωτύτερα, αρχύτερα;
USER: νωρίτερα, Προγενέστερες, προηγούμενη, προηγουμένως, προηγούμενες, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
effect
/ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός;
VERB: κατορθώνω, επιτελώ;
USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ
GT
GD
C
H
L
M
O
eight
/eɪt/ = USER: eight-, eight;
USER: οκτώ, οχτώ, από οκτώ, από οκτώ
GT
GD
C
H
L
M
O
embedded
/ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα;
USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entering
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισέρχονται, εισέρχεται, που εισέρχονται, είσοδο, την είσοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
estimate
/ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός;
VERB: υπολογίζω, εκτιμώ;
USER: εκτίμηση, εκτιμούν, εκτιμηθεί, εκτιμήσει, την εκτίμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
estimated
/ˈes.tɪ.meɪt/ = VERB: υπολογίζω, εκτιμώ;
USER: εκτιμάται, υπολογίζεται, εκτιμάται ότι, εκτιμώμενη, εκτιμηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
exodus
/ˈek.sə.dəs/ = NOUN: έξοδος πλήθους;
USER: Exodus, έξοδος, έξοδο, φυγή, Εξοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
fact
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
fest
/fest/ = USER: fest, φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, Φεστ
GT
GD
C
H
L
M
O
festival
/ˈfes.tɪ.vəl/ = NOUN: φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανηγύρις;
USER: φεστιβάλ, γιορτή, πανηγύρι, Festival, εορτή
GT
GD
C
H
L
M
O
fill
/fɪl/ = NOUN: γέμισμα, πλησμονή;
VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ;
USER: γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
filter
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει
GT
GD
C
H
L
M
O
filtered
/ˈfɪl.tər/ = VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: διηθείται, φιλτράρεται, φιλτράρονται, φιλτραρισμένο, διήθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
filters
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
USER: φίλτρα, φίλτρων, τα φίλτρα, των φίλτρων, Φιλτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
flag
/flæɡ/ = NOUN: σημαία, λάβαρο, ίρις, κρίνο, πλάκα πεζοδρόμιου;
VERB: χαλαρούμαι;
USER: σημαία, σημαίας, flag, τη σημαία, της σημαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forced
/fɔːst/ = ADJECTIVE: vynucený, přinucený, křečovitý;
USER: αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάζεται, αναγκάστηκε, ανάγκασε, ανάγκασε
GT
GD
C
H
L
M
O
forward
/ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός;
ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης;
VERB: διαβιβάζω, προάγω;
USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fulfillment
/fo͝olˈfilmənt/ = NOUN: εκπλήρωση;
USER: εκπλήρωση, τήρηση, εκπλήρωσης, την εκπλήρωση, εκτέλεση
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
generate
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
gonna
/ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
grade
/ɡreɪd/ = NOUN: βαθμός, τάξη, βαθμολογία;
VERB: βαθμολογώ;
USER: βαθμός, τάξη, βαθμολογία, βαθμού, ποιότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
grid
/ɡrɪd/ = NOUN: πλέγμα, εσχάρα, ηλεκτρικό δίκτυο, κιγκλίδωμα, πλέγμα ασύρματου;
USER: πλέγμα, ηλεκτρικό δίκτυο, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
hand
/hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών
GT
GD
C
H
L
M
O
handheld
/ˌhændˈheld/ = USER: χειρός, φορητή, φορητό, handheld, φορητές
GT
GD
C
H
L
M
O
happy
/ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος;
USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
haven
/ˈheɪ.vən/ = NOUN: επίνειο, λιμήν, όρμος;
USER: επίνειο, Haven, καταφύγιο, Χέιβεν, παράδεισος
GT
GD
C
H
L
M
O
hello
/helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός;
VERB: χαιρετώ;
USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
highest
/hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος;
USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
hopefully
/ˈhəʊp.fəl.i/ = USER: ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουμε ότι, ευελπιστούμε, ελπίζω να
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
instance
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν
GT
GD
C
H
L
M
O
integration
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση;
USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
keeps
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
label
/ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα;
VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω;
USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
labor
/ˈleɪ.bər/ = NOUN: εργασία, εργασία, μόχθος, μόχθος, κόπος, κόπος, ωδίνες, ωδίνες;
VERB: κοπιάζω, κοπιάζω, εργάζομαι, εργάζομαι;
USER: εργασία, εργασίας, εργατικού, εργατικό, της εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
lines
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
locations
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
log
/lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου;
VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα;
USER: συνδεθείτε, log, συνδεθούν, συνδέεστε, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
mccain
= USER: McCain, Μακέιν, ΜακΚέιν, ο Μακέιν, Μακ Κέιν,
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
mentioned
/ˈmenCHən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω;
USER: αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, αναφέρθηκε, ανέφερε
GT
GD
C
H
L
M
O
menu
/ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών;
USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού
GT
GD
C
H
L
M
O
mess
/mes/ = NOUN: χάος, ακαταστασία, συσσίτιο, αταξία, κυκεώνας, φαγητό, αίθουσα αξιωματικών πλοίου;
VERB: συντρώγω;
USER: χάος, ακαταστασία, χάλια, χάλι, το χάος
GT
GD
C
H
L
M
O
moment
/ˈməʊ.mənt/ = NOUN: στιγμή, σπουδαιότητα, σπουδαιότης;
USER: στιγμή, τη στιγμή, παρόν, στιγμή που, παρόντος, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
months
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνες, μηνών, months, μήνα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
move
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
mr
/ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
net
/net/ = ADVERB: καθαρά;
NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος;
ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος;
VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω;
USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
normally
/ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά;
USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
okay
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
VERB: εγκρίνω;
USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
onto
/ˈɒn.tu/ = PREPOSITION: επάνω σε, επάνω εις;
USER: επάνω σε, σε, πάνω, επάνω, επί
GT
GD
C
H
L
M
O
operator
/ˈɒp.ər.eɪ.tər/ = NOUN: χειριστής, διαχειριστής, επιχειρηματίας, τηλεφωνητής;
USER: χειριστής, διαχειριστής, επιχειρηματίας, φορέα, χειριστή
GT
GD
C
H
L
M
O
optional
/ˈɒp.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: προαιρετικός;
USER: προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
ordered
/ˈɔː.dəd/ = VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: διέταξε, ταξινομούνται, εντολή, καταδικαστεί, καταδικάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
override
/ˌəʊ.vəˈraɪd/ = VERB: καταπατώ, παραμερίζω;
USER: υπερισχύουν, παρακάμψετε, υπερισχύει, παράκαμψη, αντικαθιστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
pack
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω;
USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
packages
/ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα;
VERB: πακετάρω;
USER: πακέτα, συσκευασίες, πακέτων, συσκευασιών, δεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
packs
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
USER: πακέτα, συσκευασίες, συσκευασιών, πακέτων, packs
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
path
/pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός;
USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
pick
/pɪk/ = VERB: διαλέγω, συλλέγω, κεντώ, δρέπω;
NOUN: εκλογή, αξίνα, κασμάς, οξύ εργαλείο;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρει, να πάρει
GT
GD
C
H
L
M
O
picked
/pɪk/ = ADJECTIVE: καθαρισμένος, εκλεκτός;
USER: διάλεξε, πήρε, συλλέγονται, πήραν, διαλέξει
GT
GD
C
H
L
M
O
picker
/ˈpɪk.ər/ = NOUN: συλλέκτης, συλλέγων, μαζεύων;
USER: συλλέκτης, συλλέγων, Picker, επιλογέα, μηχανήματα συλλογής
GT
GD
C
H
L
M
O
picking
/pik/ = NOUN: συλλογή;
USER: συλλογή, πάρει, picking, να πάρει, επιλέγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
picky
/ˈpɪk.i/ = USER: επιλεκτικοί, ιδιότροποι, picky, κρίσιμοι, κρίσιμος
GT
GD
C
H
L
M
O
plaque
/plɑːk/ = NOUN: τιμητική πλαξ;
USER: πλάκα, πλάκας, πινακίδα, πλακών, πλακέτα
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
print
/prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω;
NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος;
USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
printing
/ˈprɪn.tɪŋ/ = NOUN: εκτύπωση, τύπωση, τυπογραφία;
ADJECTIVE: τυπογραφικός;
USER: εκτύπωση, εκτύπωσης, την εκτύπωση, εκτυπώσεις, εκτυπώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
prison
/ˈprɪz.ən/ = NOUN: φυλακή, ειρκτή;
USER: φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
quantity
/ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό;
USER: ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ποσοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
rather
/ˈrɑː.ðər/ = ADVERB: μάλλον, κάπως, προτιμότερο, κάλλιο;
USER: μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
ready
/ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος;
USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
received
/rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη
GT
GD
C
H
L
M
O
receiving
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
refresh
/rɪˈfreʃ/ = VERB: φρεσκάρω, ανανεώνω, αναζωογονώ, δροσίζω;
USER: φρεσκάρω, Refresh, ανανέωσης, Ανανέωση, ανανεώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
refreshed
/rɪˈfreʃt/ = ADJECTIVE: ξεκούραστος;
USER: ξεκούραστος, ανανεωμένοι, ανανεωμένο, ανανεωμένη, ανανεώνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
regular
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός;
USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
resolution
/ˌrez.əˈluː.ʃən/ = NOUN: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, διάλυση, αποφασιστικότητα, λύση διαφωνίας, αποφασιστικότης;
USER: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, ψηφίσματος, ψήφισμά
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
saying
/ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία;
USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
scan
/skæn/ = NOUN: σάρωση;
VERB: ανιχνεύω, εξετάζω προσεκτικώς, εξονυχίζω, αναγιγνώσκω εμμέτρως;
USER: σάρωση, σαρώσετε, σαρώσει, ανιχνεύσει, σάρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
scanned
/skæn/ = VERB: ανιχνεύω, εξετάζω προσεκτικώς, εξονυχίζω, αναγιγνώσκω εμμέτρως;
USER: σάρωση, σαρωθεί, σαρώνεται, σαρώνονται, σαρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
scanner
/ˈskæn.ər/ = NOUN: ερευνητής;
USER: σαρωτή, scanner, σαρωτής, επιφάνεια του σαρωτή, σάρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
scanning
/skæn/ = NOUN: έρευνα, έμμετρος ανάγνωση, κριτική έρευνα;
USER: σάρωσης, σάρωση, τη σάρωση, ανίχνευση, σαρώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
selection
/sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή;
USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sequence
/ˈsiː.kwəns/ = NOUN: αλληλουχία, ακολουθία, σειρά, διαδοχή, αποτέλεσμα;
USER: ακολουθία, αλληλουχία, σειρά, αλληλουχίας, ακολουθίας
GT
GD
C
H
L
M
O
series
/ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά;
USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών
GT
GD
C
H
L
M
O
settings
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
ship
/ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι;
VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω;
USER: πλοίο, μεταφέρει, στείλουμε, πλοίων, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
shipping
/ˈʃɪp.ɪŋ/ = NOUN: αποστολή, ναυτιλία, φόρτωση;
ADJECTIVE: ατμοπλοϊκός;
USER: ναυτιλία, αποστολή, Γραμματοσήμανση αλληλογραφίας, αποστολής, ναυτιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
showing
/ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση;
USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
sir
/sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης;
USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
standards
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα;
USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
step
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
steuben
GT
GD
C
H
L
M
O
stick
/stɪk/ = NOUN: ραβδί, ράβδος, ξύλο;
VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ;
USER: ραβδί, κολλήσει, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
stock
/stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο;
VERB: εφοδιάζω;
ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της
GT
GD
C
H
L
M
O
style
/staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό;
VERB: προσαγορεύω;
USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος
GT
GD
C
H
L
M
O
styles
/staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό;
USER: στυλ, μορφές, τα στυλ, μορφών, στιλ
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
sweats
/swet/ = NOUN: ιδρώτας, ιδρός;
USER: ιδρώτες, εφιδρώσεις, εφίδρωση, ιδρώνει, ιδρώτας
GT
GD
C
H
L
M
O
sweet
/swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς;
NOUN: γλύκισμα;
USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
GT
GD
C
H
L
M
O
sweets
/swiːt/ = NOUN: γλύκα;
USER: γλύκα, γλυκά, τα γλυκά, γλυκών, γλυκίσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
ticket
/ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα;
VERB: επισημειώ, μαρκάρω;
USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια
GT
GD
C
H
L
M
O
tied
/taɪ/ = VERB: δένω, ισοψηφώ;
USER: δεμένα, συνδεδεμένη, δεσμευμένο, δεμένο, δεμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
trolley
/ˈtrɒl.i/ = NOUN: καροτσάκι, ηλεκτρικό τράμ, τροχός μεταδίδων ηλεκτρισμό εις άμαξαν;
USER: καροτσάκι, ηλεκτρικό τράμ, τρόλεϊ, άμαξα, φορείο
GT
GD
C
H
L
M
O
truck
/trʌk/ = NOUN: φορτηγό, λαχανικά, φορτηγό μεγάλο, κάρρο μεγάλο, αυτοκίνητο μεγάλο;
VERB: ανταλλάσω, μεταφέρω διά φορτηγού κάρρου;
USER: φορτηγό, φορτηγών, όχημα, φορτηγού, οχήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
types
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους
GT
GD
C
H
L
M
O
unique
/jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος;
USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
GT
GD
C
H
L
M
O
unit
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
vote
/vəʊt/ = NOUN: ψήφος;
VERB: ψηφίζω;
USER: ψήφος, ψήφου, ψηφίσετε, ψηφίσει, ψηφίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
wait
/weɪt/ = NOUN: αναμονή;
VERB: περιμένω, αναμένω;
USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
warehouse
/ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη;
VERB: αποθηκεύω;
USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
wave
/weɪv/ = NOUN: κύμα;
VERB: κυματίζω, σείω, σείομαι, κάνω σημείο;
USER: κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, wave
GT
GD
C
H
L
M
O
waves
/weɪv/ = NOUN: κυματιστά;
USER: κύματα, τα κύματα, κυμάτων, κύματα που, κύμα
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
weighted
/ˈweɪ.tɪd/ = USER: σταθμισμένη, σταθμισμένο, σταθμισμένος, σταθμισμένης, σταθμισμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
welcome
/ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις;
VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος;
USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whereby
/weəˈbaɪ/ = ADVERB: διά του οποίου, με τι;
USER: σύμφωνα με την οποία, όπου, οποία, την οποία, οπότε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
writing
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
zeros
/ˈzɪə.rəʊ/ = NOUN: μηδέν, μηδενικό;
USER: μηδενικά, μηδενικών, μηδέν, τα μηδενικά, zeros
GT
GD
C
H
L
M
O
zones
/zəʊn/ = NOUN: ζώνη;
USER: ζώνες, ζωνών, τις ζώνες, περιοχές, ζώνες που
374 words